-
1 εὑρίσκω
A , Th.7.67, etc.: [tense] aor. 2εὗρον Il.1.498
, etc., later ηὗρον or , etc.; [ per.] 3pl. , BGU1201.16 (i A.D.); imper. εὑρέ Hdn.Gr.2.23; [dialect] Ep. inf.εὑρέμεναι Od.12.393
: later [tense] aor. 1εὕρησα Man.5.137
; εὗρα v.l. in Ev.Luc.8.35, Act.Ap.5.10, (ἐν-) PGen.3.19 (ii A.D.): [tense] pf. , etc., [tense] pf. imper. [ per.] 2sg.εὕρηκε Nausicr.1
D.:—[voice] Med., [tense] fut.εὑρήσομαι Hdt.9.6
, Lys.13.9, etc.: [tense] aor. 2εὑρόμην Hom.
, [dialect] Att. ηὑρ- or εὑρ- A.Pr. 269, Th.1.58, etc.: [tense] aor.1εὑράμην Hes.Fr.116.3
(testes omnes), Str.12.34.4, Iamb.VP35.255, AP9.29 (Antiphil.), Epigr. ap. Paus.6.20.14, Ep.Hebr.9.12, IG3.900 (ii A.D.):—[voice] Pass., [tense] fut.εὑρεθήσομαι S.OT 108
, E.IA 1105, Isoc.9.41: [tense] aor. 1 ηὑρέθην or , etc.: [tense] pf. ηὕρημαι or εὕρ- A.Pers. 743 (troch), etc.—Hom. has only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med., exc. ἔθ' εὑρίσκω (v.l. ἐφευρίσκω) Od.19.158. (Earlier [dialect] Att. Inscrr. have ηὑρέθην, ηὕρημαι, as IG22.1636.32, al., Epigr.Gr.35 (iv B.C.): (Magn. Mae., ii B.C.): the augm. is seldom found in Papyri,ηὕρισκεν PPetr. 3p.101
(iii B. C.); never in those of Men. or Phld.):— find, , etc.; εὕρημα εὑ., v. εὕρημα.2 c. part., find that..,εὕρισκε Λακεδαιμονίους.. προέχοντας Hdt.1.56
, cf. 1.5:—and in [voice] Pass.,ἤν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν S.Tr. 411
, cf. OT 839, OC 946: with part. omitted, ὅταν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς (sc. ὄντας) Id.Ph. 452; εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (sc. ὄντα) Th.5.26; θῆλυς εὕρημαι (sc. ὤν) S.Tr. 1075;ἄνους ηὑρέθη Id.Aj. 763
.3 c. inf., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι .. found that the thing for him was.., Hdt.1.79:—[voice] Med., εὑρίσκεται (sed leg. εὕρισκέ τε) ταῦτα καιριώτατα εἶναι ib. 125:—[voice] Act., also, find means, be able,οὐχ εὑρίσκει χρήσασθαι Arr.Epict.2.12.2
.4 εὑ. ὅπως .. to find by what means.., Th.7.67:—[voice] Med., c.inf., find out or discover how to..,ηὕρετο.. παύειν E.Med. 196
(anap.).5 [voice] Pass., εὑρέθη ὅτι .. it was found that.., LXX 1 Es.2.22(26).II find out, discover,οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12.393
; , cf. Il.7.31;εὑ. ὁδόν Pi.P.10.29
;ἐξ ἀμηχάνων πόρον A.Pr.59
;μηχανὴν σωτηρίας Id.Th. 209
;πημάτων ἄρηξιν S.El. 875
;τινα ἐμοῦ βελτίονα Ar.Pl. 104
, etc.: abs.,εὕρηκα Archim.
ap. Plu.2.1094c:—[voice] Med.,εὕρετο τέκμωρ Il.16.472
; ὄνομ' εὕρεο think of a name to give him, Od.19.403;εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν.. εὑροίμην 9.422
.2 c. inf., get a chance of, be able, (ii/iii A.D.), cf. 17,20, PGrenf.1.64.3 (vi A.D.), etc.III devise, invent, , etc.; :—[voice] Med., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται deeds make themselves words, S.El. 625.IV get, gain, ἀρετάν, δόξαν, Pi.O.7.89, P.2.64; ; , cf. E.Med. 1107 (anap.); (lyr.);ἀφ' ὧν ὄνασιν εὕρωσι Id.El. 1061
; μέγ' εὑρεῖν κέρδος ib. 1305;εὑ. σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Pl.Prt. 321c
; εὑ. μητρὶ φόνον bring about murder, E.El. 650: abs., acquire wealth, LXX Le.25.47:—[voice] Med., find or get for oneself, bring on oneself,οἷ.. αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο Od.21.304
(so in [voice] Act., );αὐτὸς ηὑρόμην πόνους A.Pr. 269
;μοῖραν ηὕρετ' ἀσφαλῆ Id.Ag. 1588
, cf. Th. 880 (lyr.): so in [tense] pf. [voice] Pass.,μέγα πένθος ηὕρηται S.Aj. 615
(lyr.); εὑρήσεται τιμωρίην will get for himself, obtain, Hdt.3.148, cf.9.26;ἀλεωρήν Id.9.6
;κλέος Pi.P.3.111
;ἄδειαν εὑρόμενος And.1.15
;ἀτέλειαν D.20.1
;εὑρίσκεσθαι ὠφελίαν ἀπό τινος Th.1.31
;τι παρά τινος IG12.108.47
, Lys.13.9; εὑ. παρά τινος c. inf., procure from him that.., Hdt.9.28;δεηθέντες οὐκ ἐδύναντο εὑρέσθαι Lys.14.20
.V esp. of merchandise, etc., fetch, earn money, εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον having fetched a large sum, Hdt. 1.196;ηὗρε πλέον ἢ ἐνενήκοντα τάλαντα X.HG3.4.24
, cf. Vect.4.40; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (sc. δραχμάς) Is.8.35; ἐγδίδομεν.. τοὺς θριγκοὺς.. ὅτι ἂν εὕρωσιν for what they will fetch, IG7.3073.7 (Lebad.); ἐρωτᾶν τί εὑρίσκει what it will fetch, Thphr.Char.15.4.2 of the sum or bid which secures an article or contract, οἰκέτην.. ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος sells for what he will fetch, X.Mem.2.5.5;τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος ἀπεδίδοτο Aeschin.1.96
, cf. SIG966.37 (Attica, iv B.C.), 581.99 (Rhodes-Hierapytna, ii B.C.); ἐκτιθέτωσαν τὸ εὑρίσκον ἐφ' ἡμέρας δέκα the highest or winning bid, PRev.Laws48.16 (iii B.C.), cf. UPZ 112vi9 (iii B.C.); προσέβαλον αὐτῷ τοῦ εὑρίσκοντος ἀνὰ [x] ἱερεῖα [x] I have placed at his disposal [x] pigs at the current price of [x], PCair.Zen.161.5 (iii B.C.), cf. UPZ114(1).24 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρίσκω
См. также в других словарях:
πένθος — το, ΝΜΑ βαθιά θλίψη, μεγάλη ψυχική οδύνη που οφείλεται σε συμφορά και, ιδίως, στον θάνατο προσφιλούς προσώπου νεοελλ. 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πενθηφορεί κάποιος, δηλαδή φέρει τα εξωτερικά σημεία τού πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα,… … Dictionary of Greek
οιοβώτας — οἰοβώτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του 2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη … Dictionary of Greek